φιλεταίρεια

φιλεταίρεια
τὰ, Α
βλ. φιλεταίρειος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλεταίρειος — ον, Α [Φιλέταιρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Φιλέταιρο, ηγεμόνα τής Περγάμου και ιδρυτή τής δυναστείας τών Ατταλιδών 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ φιλεταίρειος·(ενν. μήν) ονομασία ενός μήνα στην Πέργαμο 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλεταίρειον (ενν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”